Συλλογή Χωριού

Ο καιρός

Online Χρήστες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 112 guests και κανένα μέλος

ΚΟΤΙΤΖΑ Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΗΣ Β.Δ. ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ


Στις ΒΑ υπώρειες του Ταϋγέτου άκμασε απ' τα τέλη του 15ου αιώνα ως τον 18ο αιώνα η κώμη της Κοτίτζας. Η μικρή απόσταση απ' την Παλαιολόγεια Καστροπολιτεία του Λογκανίκου υποδηλώνει μια στενή σχέση ανάμεσα στις δύο Πολίχνες (μικρές πόλεις).

Την κώμη διαπερνούσε ένας χείμαρρος του Ευρώτα, ο Κοτιτζιάνης, που ενωνόταν με το ποτάμι, κοντά στον οικισμό Γιακουμέικα του Λογκανικιώτικου Κάμπου. Σύμφωνα με την παράδοση η Κοτίτζα ήταν αρχοντοχώρι της περιοχής και οι κάτοικοί της ασχολούνταν με το εμπόριο και τη μεταξοσκωληκοτροφία. Καταστράφηκε όμως και κάηκε τρεις φορές. Η τρίτη ήταν το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα.

Οι αιτίες της καταστροφής σύμφωνα με την παράδοση είναι δύο. Η πρώτη, εντάσσεται στα γεγονότα της επανάστασης του Ορλόφ (1769 - 1774), όπου οι Τουρκοαλβανοί την λεηλάτησαν και την κατέστρεψαν επανειλημμένα, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1770, όπου ενεργούσαν αυθαίρετα.

Ο λόγος που η κώμη αυτή αποτέλεσε θύμα της θηριωδίας των Τουρκοαλβανών ήταν το ότι οι πλούσιοι κάτοικοί της είχαν χρηματοδοτήσει αυτή την επανάσταση. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τη ληστοκρατία και τη δράση αρματολών, κλεφτών και Τούρκων κατά της πλούσιας κώμης. Συγκεκριμένα η προφορική παράδοση διασώζει δύο ιστορικά γεγονότα που σχετίζονται με τη δράση των αρματολών και την εγκατάλειψη της Κοτίτζας απ' τους κατοίκους της.

Η πρώτη μαρτυρία σχετίζεται με τον αρματολό Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, ο οποίος είχε ένα απ' τα λημέρια του στην περιοχή της Κοτίτζας, στο δάσος του Ταϋγέτου στις θέσεις "Κουτούνι", "Τιμώρι", "Στενό", και "Αέρες" απ' όπου μπορούσε να εποπτεύει και να προστατεύει το αρματολίκι του.


Το ποτάμι της Κοτίτζας


Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα στην Κοτίτζα πραγματοποιήθηκαν συμπεθεριά ανάμεσα στις οικογένειες Μπαϊρη και Βλασόπουλου. Το γεγονός αυτό το έμαθε ο Ζαχαριάς ο οποίος αγαπούσε τη μέλλουσα νύφη και γι' αυτό αποφάσισε να την κλέψει.

Την ημέρα του γάμου, κατέβηκε απ' το βουνό με τα παλικάρια του, τα οποία ακροβόλισε γύρω από το αρχοντικό της νύφης στέλνοντας ταυτόχρονα το πρωτοπαλίκαρό του μέσα στο σπίτι. Η νύφη βλέποντας τα παλικάρια του και έχοντας καταλάβει το κακό που θα συνέβαινε, κατέβηκε στην αυλή, όπου είχε αρχίσει το γλέντι και ο χορός και καρφίτσωσε μισσήνες (μεταξωτά μαντήλια) στα μπράτσα των αρματολών, προφανώς ως ένδειξη ότι ήταν καλοδεχούμενοι στο γάμο και ότι θεωρούνταν ότι δεν θα προξενούσαν κανένα κακό στους νιόπαντρους.

Τα παλικάρια του Ζαχαριά ενώ στην αρχή είχαν πρόθεση να κλέψουν την αγαπημένη του Καπετάνιου τους, δεν προχώρησαν στην ενέργεια αυτή, αλλά αντιθέτως έσυραν το Χορό, με πρώτο τον Ζαχαριά - που έχοντας δει τι είχε συμβεί, εμφανίστηκε και αυτός στο αρχοντικό της νύφης - ο οποίος σίμωσε τη νύφη με "σφάτζικες" (νόμισμα της εποχής) και ασπάστηκε τα στέφανα του γάμου. Στη συνέχεια όλα τα παλικάρια σίμωσαν τη νύφη, χόρεψαν και αποχώρησαν καβαλαρέοι ακολουθώντας τον Καπετάν Ζαχαριά (1).

Η δεύτερη ιστορική μαρτυρία για την Κοτίτζα αναφέρεται στο γεγονός της εγκατάλειψης της κώμης από τους κατοίκους της (2). Αυτό σύμφωνα με την παράδοση και τη σημερινή μαρτυρία της οικογένειας Παπαγεωργακόπουλου αλλά και των γεροντότερων κατοίκων του Λογκανίκου έγινε εξαιτίας των λεηλασιών και των καταστροφών που προξενούσαν ομάδες πιθανότατα Μανιατών αλλά και αρματολών και Τουρκοαλβανών.

Η αναφορά στους Μανιάτες και στην αρνητική τους δράση οφείλεται στην μαρτυρία που έχουμε από το τρίτο τέταρτο του 17ου αιώνα από τον Οθωμανό περιηγητή Ελβιά Τσελεμπί, ο οποίος στην πορεία του από Καλαμάτα προς Μυστρά , από Λεοντάρι και Λογκανίκο, αναφέρει ότι και στις δύο αυτές κώμες οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν προβλήματα από τους "άπιστους Μανιάτες".

Για το μεν Λεοντάρι αναφέρει : "το φρούριο είναι τριώροφο. Στο εσωτερικό του κατοικούν οι άπιστοι Έλληνες. Οι κάτοικοι, φοβούμενοι από τους απίστους της Μάνης, κάθονται μανταλωμένοι νύχτα μέρα (3).

Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στο Λογκανίκο, όπου ο Ελβιά Τσελεμπί αναφέρει τα εξής: "στο Λογκανίκο, ο πύργος, πάνω στην πλαγιά του βουνού Σαχμπάζ (Ταΰγετος), είναι στραμμένος προς την ανατολή. Εδώ κρύβουν οι κάτοικοι της κάτω πόλης (Βαρόσι) το έχει τους, για να το προφυλάξουν από τους απίστους της Μάνης. Δεν υπάρχουν σπίτια ούτε οτιδήποτε άλλο (μέσα στο κάστρο). Κάθε βράδυ πέντε οπλισμένοι φυλούν σκοπιά. Αν κάνουν οποιαδήποτε κίνηση οι άπιστοι της Μάνης, τότε αυτοί μπορούν να ειδοποιήσουν με φωτιές και τουφεκιές. Στα γύρω χωριά υπάρχουν πολλοί οπλισμένοι, έτοιμοι να προφυλάξουν την κωμόπολη του Λογκανίκου" (Μτφ. Δημήτρης Λούπης) (4).

Έναν αιώνα πριν την οριστική καταστροφή της Κοτίτζας, η μαρτυρία του Ελβιά Τσελεμπί (1668 - 1669) μας δίνει μια πρώτη εικόνα για την περιοχή της Β.Δ. Λακεδαίμονας και για τον αρνητικό ρόλο των Μανιατών και των αρματολών. Η παράδοση και τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν σε μια πρώτη υπόθεση, ότι η Κοτίτζα έχοντας υποστεί μεγάλη καταστροφή μετά την αποτυχία της επανάστασης του Ορλόφ και έχοντας γνωρίσει την καταστροφική μανία των Τουρκοαλβανών, δεν εγκαταλείφθηκε οριστικά.


Το γεφύρι της Κοτίτζας


Στην τελευταία εικοσαετία του 18ου αιώνα η αυθαίρετη εξουσία στην περιοχή από αρματολούς, Τούρκους, κλέφτες, Aρβανίτες και Τουρκοαλβανούς, ανάγκασε τις άλλοτε εύπορες οικογένειες να αναζητήσουν αλλού κατοικία, όπου θα επικρατούσε τάξη και δικαιοσύνη, προκειμένου και αυτοί να αποκτήσουν πάλι ευημερία, όπως μαρτυρεί και το δημοτικό τραγούδι που επαινεί την αρχοντιά της Κοτίτζας.

"Κάτσε Μυστρά στη μόστρα σου, Γιωργίτσι στην ανδρειά σου, και `συ Κοτίτζα ξακουστή κάτσε στην αρχοντιά σου...".

Οι κάτοικοι λοιπόν της Κοτίτζας κατά το πλείστον έμποροι, με δραστηριότητα στη νότια Βαλκανική Χερσόνησο και στην ανατολική Μεσόγειο εγκαταλείπουν την Κοτίτζα και για να εκτελεστεί μάλιστα η απόφαση και για να μην φέρει κανείς αντίρρηση, κάλεσαν και τον μητροπολίτη του Μυστρά και διάβασε αφορεστικό. "Όσο η κουμαριά κάνει στεφάνι, τόσο η Κοτίτζα να μείνει στάνη". Από τον πολύ εύθραστο βλαστό της κουμαριάς είναι γνωστό ότι δεν γυρίζει στεφάνι και στάνη (5) εννοούσαν την εποχή εκείνη το χωριό (τόπο εγκατάστασης). Οι κάτοικοι ύστερα από το αφορεστικό εγκατέλειψαν τις εστίες και μετανάστεψαν.

Οι φτωχότεροι εγκαταστάθηκαν στα γύρω χωριά, Λογκανίκο, Γεωργίτσι και Αλαγωνία, ενώ οι πλουσιότεροι που ασχολούνταν με το εμπόριο, σε οικονομικά κέντρα της εποχής, όπου είχαν αναπτύξει δραστηριότητα, όπως στο Μυστρά, στην Τριπολιτσά, στο Ναύπλιο, στις Σπέτσες, στην Ύδρα, στον Πόρο, στα Επτάνησα, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αίγυπτο.

Από την Κοτίτζα κατάγονταν ή είχαν σημαντικές περιουσίες αξιόλογες οικογένειες της Λακωνίας οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από τα μέσα του 15ου αιώνα (6) ως τα τέλη του 17ου αιώνα (7). Οι κυριότερες από τις οικογένειες είναι: Αγαλόπουλος, Βλασόπουλος, Αντωνόπουλος, Μπενιζέλος, Ιατρού (8), Παπαγεωργακόπουλος, Κοπανίτσας, Σαλταφέρος, Σταμπολής, Μοναχούλης και Πετμεζάς. Η περιοχή που σήμερα είναι ο μικρός οικισμός της Κοτίτζας ονομάζεται "Μπενέκηδων".

Σύμφωνα με μαρτυρία των αδερφών Βασιλείου και Χαράλαμπου Παπαγεωργακόπουλου, σώζονται μέχρι σήμερα, τουλάχιστον δεκα- τέσσερα ερείπια ναών. Από αυτά έχει γίνει αυτοψία στην Αγία Σωτήρα, στους Αγίους Αποστόλους, στην Υπαπαντή και στον Προφήτη Ηλία, όπου και ο ομώνυμος λόφος στον οποίο οικιστικά τοποθετείται η κατοίκηση της οικογένειας Αντωνόπουλου. Επίσης οι κάτοικοι της Κοτίτζας υπέδειξαν τα κτήματα και τα υπολείμματα των κτισμάτων που ανήκαν στην οικογένεια του Μπενιζέλου Κρεββατά, καθώς επίσης και τα κτήματα των οικογενειών Μοναχούληδων, Μπενάκηδων και της οικογένειας Αντωνόπουλου.

Ενδεικτικό της πυκνής κατοίκησης της κώμης είναι ότι στους αγρούς που παλιότερα εκτεινόταν η Κοτίτζα σε κάθε διενέργεια καλλιέργειας της γης, μέχρι και σήμερα, οι κάτοικοι ξεθάβουν τάφους και βρίσκουν οστά νεκρών. Αυτό, με βάση τα γεγονότα της επανάστασης του Ορλόφ, μπορεί να σημαίνει ότι η καταστροφή που υπέστη τη δεκαετία του 1770 από τους Τουρκαλβανούς ήταν ολοκληρωτική. Όσοι σώθηκαν έθαψαν τους νεκρούς τους και ξενιτεύτηκαν για πάντα. Εκτός όμως από τους πρόχειρους τάφους που αποκαλύπτονται κατά την άροση και από τη διάβρωση του εδάφους, μεγαλύτερος αριθμός τάφων εντοπίζονται σε εκείνους τους αγρούς όπου υπάρχουν τα ερείπια των ναών (9).

Αρκετοί μάλιστα ναοί στο εσωτερικό περιέχουν ταφές (Αγία Σωτήρα). Στις ταφές αυτές που εντοπίζονται στον περιβάλλοντα χώρο του ναού και εκτός αυτού έχουν βρεθεί κατά καιρούς διάφορα κτερίσματα, κομμάτια τοιχογραφιών, (Αγία Σωτήρα) αλλά και αντικείμενα από τον εσωτερικό διάκοσμο των ναών. Η ύπαρξη των τάφων κοντά στους περισσότερους ναούς ίσως να υποδηλώνει το δημοσιογραφικό χαρακτήρα της κώμης ή την ύπαρξη οικογενειακών τάφων. Η προφορική παράδοση αναφέρει: "κάθε σπίτι και εκκλησία". Κάθε δηλαδή μεγάλη οικογένεια στο αρχοντικό της είχε και ένα εκκλησάκι. Αυτό συναντάται τόσο στη Μάνη όσο και στο Λογκανίκο (10), την Παλιοχώρα Καλτεζών, την Καρύταινα, το Μουχλί και γενικότερα την Ν.Α. Πελλοπόννησο.

Αξιομνημόνευτο τέλος είναι και το αρδευτικό σύστημα της κώμης, το οποίο σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, μέχρι την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα (Καρυές Παπαλυμπέρη) έφτανε με πλίνθινους σωλήνες (τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα) και από εκεί διοχετευόταν νερό στην περιοχή των Μπενέκηδων και στην περιοχή του Προφήτη Ηλία (οικία Αντωνόπουλου).

Σύμφωνα με τον ερευνητή κ. Ηλία Παπαθανασόπουλο (2) που απέσπασε μαρτυρίες κατοίκων της Κοτίτζας την δεκαετία του 1960: "Τα ερείπια των πολλών εκκλησιών - σχεδόν κάθε σπίτι και εκκλησία - δημιούργησαν το θρύλο της αρχοντιάς της. Ένα θρύλο που τον μαρτυρεί και η λαϊκή μούσα - και όχι αδίκως - διότι οι κάτοικοί της, εκτός των συνήθων αγροτικών εργασιών, ξενιτεύονταν και εμπορεύονταν και, πλούσιοι, γεμάτοι χρυσάφι και δώρα, επέστρεφαν το χειμώνα, για να γιορτάσουν με τους δικούς τους την Υπαπαντή, να επιδείξουν τα πλούτη τους και να στολίσουν την κώμη με εκκλησίες κι αρχοντιά. Τόσο δε ήταν το χρυσάφι που έφερναν στην Κοτίτζα, ώστε οι σημερινοί ιδιοκτήτες σκάβουν βαθιά τα χώματα, για να βρουν την "Χρυσή γουρουνίτσα" που τη βυζαίνουν δώδεκα χρυσά γουρουνόπουλα (11)!! Αλλά κι αν δεν την βρίσκουν, ανακαλύπτουν άλλα αντικείμενα, χαλκώματα, σκεύη και πολεμικά κοντάρια (12) και πλούσια εισοδήματα από το βαθύ και προσεκτικό σκάψιμο>>.

Επίσης η παράδοση αναφέρει ότι ήταν τόσο πυκνοκατοικημένη κώμη, που θα μπορούσε μια γάτα, διασχίζοντας τις σκεπές των σπιτιών, να φτάσει από την μία άκρη της πολίχνης στην άλλη.
Κλείνοντας την έρευνα για το αρχοντοχώρι της Κοτίτζας, πρέπει να αναφερθούν τα στοιχεία για την οικογένεια Αντωνόπουλου, που ξενιτεύτηκε μετά τα γεγονότα του τέλους του 18ου αιώνα. Και αυτοί είναι οι εξής: Σπήλιος ή Σπηλιώτης Αντωνόπουλος, προεστός της Κοτίτζας με Πύργο. Συμμετείχε με στρατιωτικό σώμα Κοτιτζανέων στην Επανάσταση του Ρώσου ναύαρχου Αλεξίου Ορλόφ. Στα τέλη της επανάστασης συνελήφθη από τους Τουρκαλβανούς και οδηγήθηκε στις φυλακές της Τριπόλεως, όπου βασανίστηκε και απαγχονίστηκε. Μετά την αιχμαλωσία του λεηλατήθηκε η περιουσία του και πυρπολήθηκε του πυργόσπιτό του, όπως και τα υπόλοιπα αρχοντικά των μεγάλων οικογενειών της Κοτίτζας.

Η οικογένεια όμως του Σπήλιου Αντωνόπουλου διασώθηκε και διέφυγε απ' τη μανία των Οθωμανών. Τα τέσσερα παιδιά του ασχολήθηκαν και αυτά με το εμπόριο αλλά και με την πολιτική και κοινωνική ζωή, όπου κατέλαβαν υψηλόβαθμες θέσεις. Ο Αντώνιος Αντωνόπουλος, προύχοντας της Καλαμάτας. Συμμετείχε με στρατιωτικό σώμα στην πολιορκία των Μεσσηνιακών Φρουρίων. Ο Γεώργιος σύμφωνα με το "Αρχείον των Αγωνιστών", κατετάγη εις την Γ' τάξιν (Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819). Ήταν ένας από τους ισχυρότερους τραπεζίτες της Τριπόλεως και είχε διαθέσει τη μεγάλη του περιουσία σε δάνεια προς τους Οθωμανούς, προκειμένου να τους αποπροσανατολίσει από θέματα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία και τη μελλοντική Επανάσταση. Ο Φραντζής (τομ. Δ' σελ 110) τον κατατάσσει στους "επιφανείς άνδρας της Τριπόλεως".

Ο Κωνσταντίνος, σύμφωνα πάντα με το Αρχείο των Αγωνιστών, κατετάγη στην Β' Τάξιν των Πολιτικών. Ήταν μεγαλέμπορος στην Τρίπολη και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση, αλλά πέθανε απ' το λοιμό που προκλήθηκε από τη σήψη των νεκρών, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς.

Ο τέταρτος γιος του Σπήλιου Αντωνόπουλου ήταν ο Σταματέλος, ο πρωτότοκος και ο επιφανέστερος της οικογένειας. Μιλούσε άπταιστα τούρκικα και ιταλικά. Κατόρθωσε με την βοήθεια του Κωνσταντινοπολίτη Παπαρρηγόπουλου (πατέρα του Ιστορικού) να λάβει Τούρκικο βεράτιον και κατέχοντας τη θέση του διερμηνέα να μην έχει φορολογικές υποχρεώσεις απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Προχώρησε στην αγορά μεγάλης εκτάσεως στο Σοφικό, όπου φρόντισε για την εγκατάσταση των μη εχόντων περιουσία Κοτιτζιανέων. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στο Άργος και διέθεσε περισσότερα από 500.000 γρόσια για τον αγώνα της απελευθέρωσης απ' τον οθωμανικό ζυγό. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου. Ίδρυσε την "Καγκελαρίαν" στο Άργος για τη συντήρηση και τον εφοδιασμό των πολεμιστών, Διετέλεσε μέλος της Εθν. Συνελεύσεως το 1823. Έπαρχος Ναυπλίου το 1824 - 1825. Αντιπρόσωπος του Άργους στην Γ' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου και Τροιζήνος κατά το 1826 - 1827. Διορίσθηκε Πρόεδρος του "Προσωρινού Εγκληματικού Δικαστηρίου" και κατά την διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, μέλος του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Αργολίδος.

Εκτός από τις οικογένειες Αντωνόπουλου και Ιατρού, όπου υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, το 1975 δημοσιεύθηκε στα ΛΑΚΩΝΙΚΑ, τεύχος 68, ένα άρθρο του Θ. Βαγενά, για την Κοτίτζα, όπου αναφέρεται επιστολή του έτους 1829, δημοσιευμένη στα <<Χρονικά των Τσακώνων>>, τόμος Δ' και γίνεται λόγος για τον <<Κοτιτζάνο>> ξυλογλύπτη τέμπλων Παναγιώτη Ταλιαδούρο (η Ταλιαδώρο) που φιλοτέχνησε στη Μεσσηνία και στην Κυνουρία Αρκαδίας στο α' μισό του 19ου αιώνα.

<<Εκτός από την οικογένεια Αντωνόπουλου, στοιχεία για μετοίκηση έχουμε και για την οικογένεια Βλάσση ή Βλασσόπουλου που εγκαθίσταται στο Άργος και για τις οικογένειες Ιατρού και Αγαλόπουλου στο Ναύπλιο και στην Ύδρα . Στην Ύδρα μυείται στην Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνωσταρά την 1 Σεπτεμβρίου 1818 και ο Γεώργιος Αγαλόπουλος, ο οποίος προσέφερε 100 γρόσια και υποσχόταν 30 μισθούς στρατιωτών. Το αφιερωτικό του απευθυνόταν προς τον Δ. Αθανασόπουλο στη Σμύρνη. Εμπορευόμενος στην Ύδρα, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και ο γιος του Αντ. Αντωνόπουλου, ο Γεώργιος, σε ηλικία 24 ετών από τον Ηλ. Χρυσοσπάθη, στις 15 Απριλίου 1815, προσφέροντας 300 γρόσια.

Τελευταίοι δημογέροντες της Κοτίτζας αναφέρονται σε έγγραφο με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1789 και είναι οι ακόλουθοι : Δημήτρης Κιντής, Νικόλαος Κιντής, Γιαννάκης Κόμνος και Σπηλιώτης Κοτζωνόπουλος. Αυτοί υπογράφουν σε έγγραφο ως εκπρόσωποι της Κοτίτζας στην πολιτική Ένωση των Χωριών της Ρίζας. Μια Κοινοτική Ομοσπονδία του Βορείου Ταϋγέτου, που άκμασε τον 18ο αιώνα. Τα χωριά της Ρίζας αποτελούσαν τα χωριά Τρύπη, Βορδώνια, Καστρί, Καστανιά, Περιβόλια, Αγόριανη, Κοτίτζα, Λογκανίκος και Γεωργίτσι. Τα εννέα χωριά της Ρίζας εκπροσωπούνται στο έγγραφο με άνισο αριθμό, δίνοντας στην Κοτίτζα την πρωτοκαθεδρία με τέσσερις αντιπροσώπους.


Πανσές


Τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε, σίγουρα δεν αγγίζουν τον μύθο *(), που έχει δημιουργηθεί για την ακμάζουσα κώμη της Κοτίτζας σ' αυτό το δερβένι του Ταϋγέτου. Με βάση όμως τα αρχαιολογικά δεδομένα (ερείπια ναών και κτισμάτων) και την παράδοση των τελευταίων διακοσίων ετών, όπου δεν αναφέρεται, ούτε στις πηγές αλλά ούτε και από τους κατοίκους η συνέχιση της κατοίκησης της Κοτίτζας, η κώμη θα πρέπει να άρχισε να οργανώνεται οικιστικά στα τέλη του 15ου αιώνα, να ακμάζει την εποχή της Τουρκοκρατίας (1461 - 1685 και 1716 - 1770) και της Βενετοκρατίας (1685 - 1715) και να παρακμάζει περιοδικά με δηώσεις, αιχμαλωσίες και εξανδραποδισμό ή υποχρεωτική μετανάστευση, μετά τα γεγονότα της Επανάστασης του Ορλόφ (1768 - 1774).

Βιβλιογραφία:
*() Κ.Ν. Στάππα <<Η Λακωνία κατά την Τουρκοκρατία και Ενετοκρατίαν 1460 - 1821 <<ΑΘΗΝΑΙ 1993 σ. 447 - 449. Επίσης, Περιοδικό <<Μαλεβός>> σελ. 120. Υπό Δημητρακάκη.

*() Π.Χ. Δούκα, Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων, Εν Ν. Υόρκη 1922 σ. 768Β. Επίσης Τ. ΑΘ. Γριτσόπουλου, Πατριαρχικά Γράμματα Υπέρ Λακωνικών Μονών Αποκείμενα εις το Ιστορικόν Αρχείον Σπάρτης ΛΑΚΩΝΙΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙ, Τομ. ΟΓΔΟΟΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1986 472 - 476.

*() Πρώτη φορά στις πηγές, η Κοτίτζα αναφέρεται από τον Οθωμανό Περιηγητή Εβλιά Τσελεμπί την περίοδο 1668 - 69 Βλ. σημ. (3), (4). Για τους κατοίκους της Κοτίτζας ο πληθυσμός της κώμης έφθανε την εποχή της ακμής τους 7.000, οι απογραφές όμως των Βενετών (1685 - 1715) και συγκεκριμένα η απογραφή Franc Grimani (13) του έτους 1700 παρουσιάζει πληθυσμό που δεν ξεπερνά τους 300 κατοίκους. Μια απόκλιση είναι δυνατή, λόγω του ότι οι Έλληνες δεν ήταν και απόλυτα συνεργάσιμοι και ειλικρινείς με τις Βενετικές αρχές Βασ. Παναγιωτόπουλος, πληθυσμός και οικισμοί της Πελλοποννήσου 13ος-18ος ΑΙΩΝΑΣ. ΙΣΤΟΡ. ΑΡΧΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠ. ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ 1987 σ. 283, 308.

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα τη χρήση των cookies.