Συλλογή Χωριού

Ο καιρός

Online Χρήστες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 82 guests και κανένα μέλος

Ελιά, το δέντρο σύμβολο γαλήνης, γονιμότητας και ειρήνης. Τα κλαδιά της έγιναν στεφάνια για να στεφανώσουν τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων και ο χυμός των καρπών της, το ελαιόλαδο, ήταν το βραβείο για τους νικητές των Παναθηναϊκών Αγώνων που γίνονταν προς τιμή της Θεάς Αθηνάς.
Ήταν το ιερό δένδρο της Αθήνας.
Το λάδι μαζί με το στάρι και το κρασί ήταν τα τρία ευλογημένα αγαθά που έπρεπε να έχει το κάθε σπιτικό.
Το δένδρο της ελιάς αποτελεί σύμβολο για την περιοχή του χωριού μας και είναι συνδεδεμένο με την διατροφή και την επιβίωση των κατοίκων.
Το μάζεμα της ελιάς γίνεται τους πρώτους χειμωνιάτικους μήνες. Είναι μια κουραστική, απαιτητική και χρονοβόρα δουλειά που απαιτεί τη συνεργασία πολλών ανθρώπων για να βγει σε πέρας.
Οι περισσότεροι από εμάς θυμούνται τα πιο σύγχρονα ελαιοτριβεία, τα ηλεκτρικά, όπου όλες οι εργασίες γίνονταν με αυτόματα μηχανήματα. Αν πάμε λίγο πίσω στο χρόνο, θα βρούμε "εργοστάσια" της εποχής εκείνης τελείως διαφορετικά από αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Ήταν απλά και πρακτικά χωρίς να είναι τέλεια.
Η ερευνά μου φτάνει σε βάθος χρόνου πολλών ετών. Γύρω στο 1930. Συζήτησα με ανθρώπους ( 90 χρονών σήμερα ) που όχι μόνο τα θυμούνται, αλλά δούλεψαν σε αυτά.Τότε στο χωριό μας υπήρχαν τέσσερα τέτοιου είδους εργοστάσια.
Ένα ήταν στο ισόγειο του κτηρίου που στεγάζει σήμερα το κοινοτικό γραφείο και το ιατρείο, ένα αλλά στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, στα Οικονομέικα σπίτια, το τρίτο απέναντι από το σιδηρουργείο του Αγγάνη στην πλατεία του χωριού, στο δρομάκι που κατηφορίζει προς την οικία του κ. Ευθυμίου Χριστοπούλου και το τέταρτο κάτω από το σπίτι του κ. Ηλία Σωτηροπούλου ( Γιωργής ).
Τα εργοστάσια αυτά ήταν μια πηγή εσόδων για τους κατοίκους του χωριού που έβρισκαν μεροκάματο στο καταχείμωνο, μέσα στο.... σπίτι τους
Το πρώτο "μηχάνημα" ήταν ο σπαστήρας.
ΤΑ ΛΙΘΑΡΙΑ  ''ΣΠΑΣΤΗΡΑΣ''
ΤΑ ΛΙΘΑΡΙΑ ''ΣΠΑΣΤΗΡΑΣ''
Δυο τεράστια λιθάρια που περιστρέφονταν με τα χέρια η με τη βοήθεια κάποιου ζώου, πάνω σε ένα κυκλικό πέτρινο αλώνι, πολτοποιούσαν τις ελιές. Αργότερα το αλώνι αυτό αντικαταστάθηκε απο ένα μεταλλικό καζάνι. Ο πολτός έπεφτε από μια μικρή έξοδο σε μια δεξαμενή και με κουβάδες γέμιζαν τα τρίχινα τσουβάλια ( ντορβάδες ) που αυτά με τη σειρά τους στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο στο πιεστήριο. Το πιεστήριο δεν ήταν τίποτε άλλο, από μια μεγάλη βίδα που στο πάνω μέρος τοποθετούσαν μια λαμαρίνα να καλύπτει τους ντορβάδες και με μανιβέλες βίδωναν και ασκούσαν πίεση για να στύψουν τον πολτό, ενώ συγχρόνως κάποιος έριχνε καυτό νερό από πάνω για να παρασύρει το λάδι που έβγαινε με το στύψιμο. Το λάδι με το νερό στη συνέχεια έπεφταν σε μια μεγάλη γούρνα όπου το νερό και οι βρωμιές λόγω ( ειδικού ) βάρους έμεναν στο κάτω μέρος ενώ το λάδι "κόρφιαζε" και με την βοήθεια μιας κουτάλας το μάζευαν.
Το πιεστήριο του λιτριβειου
ΤΟ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟ
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, στην βιομηχανία γινόντουσαν άλματα κι όλο καινούργια μηχανήματα έκαναν την εμφάνισή τους σε όλους τους τομείς και ένα-ένα τα τέσσερα εργοστάσια του χωριού μας έκλειναν και έδιναν τη θέση τους στην καινούργια τεχνολογία.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960, μια μεγάλη πετρελαιομηχανή έκανε την εμφάνισή της στο καινούργιο εργοστάσιο της Λαγκαδοσκιάς ( και αργότερα στο άλλο εργοστάσιο της Κοτίτσας ) η οποία αντικατέστησε όλα τα χειροκίνητα εργαλεία. Με ιμάντες και λουριά μεταφερόταν η κίνηση σε όλα τα μηχανήματα του εργοστασίου.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΜΕ ΤΑ ΛΟΥΡΙΑ
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΜΕ ΤΑ ΛΟΥΡΙΑ
Η μηχανή αυτή, έπαιρνε εμπρός με τα χέρια. Χρειαζόταν μερικές στροφές με μια μανιβέλα για να αρχίσει να δουλεύει κι εδώ ήταν τα δύσκολα. Τις περισσότερες φορές δεν έπαιρνε εύκολα εμπρός και όλοι οι εργάτες έπαιρναν σειρά δυο-δυο, προσπαθώντας να γυρίσουν τη μηχανή. "Ξεπλατιζόμαστε και ιδρώναμε κάτι φορές μέχρι να την βάλουμε μπρος" μου είπε ο Βασίλης που δούλεψε στο εργοστάσιο της Λαγκαδοσκιάς εκείνα τα χρόνια.
Το γαϊδουράκι δεν γυρίζει πια τα λιθάρια. Αντικαταστάθηκε από τον παστήρα, οι ντορβάδες δεν γεμίζουν και δεν σφίγγονται με τα χέρια ενώ το λάδι χωρίζεται από το νερό στον διαχωριστήρα, που δεν μπορούσα να καταλάβω πως αφού έπεφταν μαζί το λάδι και το νερό, από μια σωλήνα στο πίσω μέρος έβγαινε το ακάθαρτο νερό και από μια άλλη μπροστά έβγαινε πεντακάθαρο και λαχταριστό το λάδι.
Αργότερα ήρθε το πλυντήριο των ελιών, και ένα αυτόματο μηχάνημα που γέμιζε τους ντορβάδες. Κι όταν το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο χωριό, αντικατέστησε και αυτή την πετρελαιομηχανή
Υπήρχαν δυο "ειδών" εργάτες. Οι μέσα και οι έξω, οι λεγόμενοι μουλαράδες οι οποίοι πληρώνονταν περισσότερο για τον απλό λόγο οτι χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια τους για την μεταφορά των ελιών και του λαδιού και για το οτι δούλευαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πήγαιναν στα χωράφια με χιόνι, λάσπες, κρύο, φόρτωναν, ξεφόρτωναν τα βαριά τσουβάλια που με τη βροχή γίνονταν ακόμα πιο βαριά. Και οι μέσα και οι έξω με μια λέξη ελέγοντο ''λιτριβαραίοι''.
Την ευθύνη της λειτουργίας του εργοστασίου, την είχε ένα άτομο που τον καιρό των λιτριβειών λεγόταν Καραβοκύρης. Αργότερα ονομάστηκε επιστάτης, μετά διαχειριστής και στις μέρες μας που τα Αγγλικά έχουν μπει για τα καλά στη ζωή μας λέγεται..μάνατζερ. Αυτός κανόνιζε να έχει πάντα ελιές το εργοστάσιο και όταν είχε φόρτο εργασίας δούλευε και τη νύχτα για να εξυπηρετηθούν οι χωρικοί και να μη μένουν οι ελιές στις ταράτσες και σαπίζουν. Η θέση του διαχειριστή ήταν προνομιούχος γιατί βρισκόταν πάντα μέσα στο εργοστάσιο και δεν υπέφερε από βροχές, κρύο, χιόνια, λάσπες, κούραση κ.λ.π. Ήταν αυστηρός με τους εργάτες έτσι ώστε να τύχει της εύνοιας των αφεντικών-ιδιοκτητών του εργοστασίου, για να τον προτιμήσουν και την επόμενη χρονιά.
Ο Νίκος, που είχε δουλέψει πολλά χρόνια στο εργοστάσιο, θυμάται έναν αυστηρό διαχειριστή.
<< Πήγαμε να αδειάσουμε λάδι σε ένα σπίτι και η νοικοκυρά είχε βάλει στο τραπέζι μερικά μεζεδάκια και μια κανάτα με κρασί. Πριν προλάβουμε να καθίσουμε, έφτασε ο διαχειριστής φωνάζοντας οτι δεν έχει ελιές να δουλέψει και εμείς το έχουμε ρίξει στο φαι και στο πιοτό. Ο νοικοκύρης του έλεγε οτι μόλις τώρα τελείωσαν τα παιδιά, δεν άργησαν καθόλου και δεν έχουν προλάβει να πάρουν ένα μεζέ. Αυτός συνέχισε να φωνάζει και δεν μας άφησε να απλώσουμε το χέρι μας στο τραπέζι. Έμειναν οι μεζέδες και το κρασί στο τραπέζι οπός τα έφερε η νοικοκυρά. Εμείς όμως βγάλαμε το άχτι μας ( συνεχίζει ο Νίκος ). Μια άλλη φορά με τον Γιώργη ( που σήμερα βρίσκεται στον Καναδά ), πήγαμε λάδι στα Γιακουμέικα και το στρώσαμε στο φαι και στο πιοτό μέχρι τις 7 η ώρα το πρωί >>.
Όταν φύγαμε μας δώσανε μερικές τσίχλες να τις πάμε σε κάποιον στο χωριό. Περνώντας από το Κυπαρίσσι, σταματήσαμε σε ένα μαγαζάκι, δώσαμε τις τσίχλες στην νοικοκυρά ( της είπαμε οτι είναι δικές μας ) να τις μαδίσει και να τις βάλει στο τηγάνι. Μέρες αργότερα συναντήσαμε τον Λια ( που μας είχε δώσει τις τσίχλες ), του είπαμε οτι τις φάγαμε και προσφερθήκαμε να του τις πληρώσουμε.
--- Δεν πειράζει ρε!! καλά κάνατε και τις φάγατε. Θα του στείλω άλλες.
Έχω ακούσει πολλές τέτοιες ιστορίες από ανθρώπους που δούλεψαν στο εργοστάσιο είτε μέσα είτε έξω. Για τις δυσκολίες στα χιόνια, στα κατεβασμένα ποτάμια, για τσακωμούς μεταξύ τους η με τα αφεντικά, ακόμα και για απεργίες που έκαναν διεκδικώντας αύξηση στο καμωτικό τους. Καμωτικό λεγόταν η πληρωμή των εργατών. Δεν ήταν λεφτά. Ήταν ένα μέρος από το λάδι που κρατούσε το εργοστάσιο ( για πληρωμή ) από τον κάθε νοικοκύρη.
Ο κάθε νοικοκύρης, όταν έβγαζε το λάδι στο εργοστάσιο, φιλοδώριζε τους εργάτες με ένα τσιγαράκι, ένα μεζεδάκι η ένα ποτήρι κρασί. Οι εργάτες που πήγαιναν το λάδι στο σπίτι ( οι" έξω" δηλαδή ), τύχαιναν καλύτερης περιποίησης γιατί η νοικοκυρά είχε την ευκαιρία για έναν καλύτερο μεζέ και περισσότερο κρασί. Όσο οι λιτριβαραίοι εύχονταν "του χρόνου άλλο τόσο", "καλοφάγωτο", "καλό χειμώνα", τόσο το τηγάνι δεν κατέβαινε από τη φωτιά και η κανάτα με το κρασί ερχόταν πάντα γεμάτη . Κι όπως λέει η παροιμία "όσο πίνει η νύφη τόσο καλοχαιρετάει" Πολλές φορές γινόταν γλέντι στο σπίτι. Στο εργοστάσιο όμως κόντευαν να τελειώσουν οι ελιές και έπρεπε οι "έξω" να το τροφοδοτήσουν για να μη σταματήσει τη λειτουργία του. Πως όμως να τους ειδοποιήσουν που αυτοί το είχαν στρώσει στο πιοτό και στο φαί.
 Η πλάστιγγα με τις λαδούσες
Η πλάστιγγα με τις λαδούσες
Στο εργοστάσιο υπήρχε μια χειροκίνητη σειρήνα η οποία ήταν πολύ δυνατή. Ακουγόταν σε όλο τον κάμπο. Με αυτήν ειδοποιούσαν τους μουλαράδες οτι έπρεπε να γκρεμοτσακιστούν, να σηκωθούν και να πάνε ελιές στο εργοστάσιο.
Κάποια στιγμή και αυτοί οι μουλαράδες έπαψαν να υπάρχουν, γιατί ένα τρακτέρ έκανε την εμφάνισή του στο χωριό, αργότερα μικρά και μεγάλα αγροτικά αυτοκίνητα, δρόμοι καινούργιοι άρχισαν να ανοίγονται σχεδόν σε όλα τα χωράφια που έκαναν εύκολη τη μεταφορά των ελιών.
Μη ξεχνάμε και τη Μπουκουβάλα. Τη φέτα από το ζυμωτό καρβέλι, καψαλισμένη στη θράκα και βουτηγμένη στο φρέσκο πικρό λάδι καθώς έβγαινε από τον διαχωριστήρα.
Και φτάνουμε στις μέρες μας όπου όλα αυτά, σε μερικούς, μοιάζουν σαν όνειρο, όταν βλέπουν τα ακόμα πιο καινούργια, τα λεγόμενα σύγχρονα φυγοκεντρικά που δεν έχουν καμία σχέση με τα προηγούμενα. Είναι πεντακάθαρα, αθόρυβα και πολύ πιο γρήγορα.
Γιώργος Ιατρού
Βοστώνη Αμερικής.
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα τη χρήση των cookies.